επαύξησις

επαύξησις
(-εως) η новое увеличение;

επαύξησις της φορολογίας — новый рост налогов


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "επαύξησις" в других словарях:

  • ἐπαύξησις — increase fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαυξήσει — ἐπαύξησις increase fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπαυξήσεϊ , ἐπαύξησις increase fem dat sg (epic) ἐπαύξησις increase fem dat sg (attic ionic) ἐπαυξάνω increase aor subj act 3rd sg (epic) ἐπαυξάνω increase fut ind mid 2nd sg ἐπαυξάνω increase… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαυξήσεις — ἐπαύξησις increase fem nom/voc pl (attic epic) ἐπαύξησις increase fem nom/acc pl (attic) ἐπαυξάνω increase aor subj act 2nd sg (epic) ἐπαυξάνω increase fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαύξησιν — ἐπαύξησις increase fem acc sg ἐπαυξάνω increase pres subj mp 2nd sg (epic) ἐπαυξάνω increase pres subj act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επαύξηση — η (AM ἐπαύξησις) [επαυξάνω] η περαιτέρω αύξηση («τὴν... τῶν τε μέτρων ἐπαύξησιν», Πλούτ.) μσν. γραμμ. το φαινόμενο κατά το οποίο εμφανίζεται αντί για βραχύ φωνήεν το αντίστοιχο μακρό (π.χ. αμείβω > αμοιβή), ιδίως στα παράγωγα, αλλιώς μετάπτωση …   Dictionary of Greek

  • ἐπαυξήσεων — ἐπαυξήσεω̆ν , ἐπαύξησις increase fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαυξήσεως — ἐπαυξήσεω̆ς , ἐπαύξησις increase fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαυξήσῃ — ἐπαυξήσηι , ἐπαύξησις increase fem dat sg (epic) ἐπαυξάνω increase aor subj mid 2nd sg ἐπαυξάνω increase aor subj act 3rd sg ἐπαυξάνω increase fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»